φροκαλίζω

φροκαλίζω
μετ. подметать, мести

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φροκαλίζω" в других словарях:

  • φροκαλίζω — Ν φροκαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φροκαλώ, κατά τα ρ. σε ίζω) …   Dictionary of Greek

  • φροκαλίζω — βλ. φροκαλώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φροκάλισμα — το, Ν [φροκαλίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φροκαλίζω …   Dictionary of Greek

  • σκουπίζω — Ν [σκούπα] 1. καθαρίζω με τη σκούπα το έδαφος ή το δάπεδο από τα σκουπίδια ή από τη σκόνη, σαρώνω, φροκαλίζω («σκούπισα την αυλή») 2. αφαιρώ την ακαθαρσία ή την υγρασία από μια επιφάνεια αντικειμένου, σφουγγίζω (α. «σκουπίζω τα τζάμια» β.… …   Dictionary of Greek

  • φροκαλίδι — το, Ν υποκορ. τ. τού φρόκαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φροκαλίζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. σκουπ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • φροκαλώ — και φροκαλίζω φροκάλησα, σκουπίζω με φροκαλιά (βλ. λ.), σκουπίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»